Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Ποιος είδε κράτος λιγοστό (Γεώργιος Σουρής)


Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα;


Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Το τετράδιο της Αλκυόνης


Πωλ Βαλερύ - Για την ποίηση





 «Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει,
Γιατί τραγουδάει, και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει,
δε θα τραγούδαγε»

Πρωινό στη Βαγδάτη



O ήλιος ψήλωσε πάλι με τεμπελιά και ραχάτι,
μα πιο νωρίς ξυπνάει πάντα για πρωινό στη Βαγδάτη
η Γκουλσομά, δεκάξι στα δεκαεφτά παιδί,
γυναίκα κι αδερφή, κορίτσι, μ’ ένα μαγικό ραβδί
που βρίσκει τρόπο κάθε πρωί ξυπνά γελώντας,
κάνει ντους σ’ ένα λουτρό με αίμα τραγουδώντας.
Τρώει νιφάδες δημητριακών κρυμμένη στη σκάλα
και θραύσματα από βόμβα βουτηγμένα στο γάλα.
Σε γκρίζο σπίτι χτισμένο με τσιμεντόλιθους
και δέκα τρύπες απ’ της ηθικής – Αμερικής – ογκόλιθους
που ’πέσαν στη σκεπή και ’ριξαν φως,
κι έτσι την Γκουλσομά προσέχει τώρα πιο καλά ο θεός,
γιατί τη βλέπει και μετρά κάθε πρωί τις προσευχές της,
όπως σήμερα που έκανε δυο με τον καφέ της,
και μια βλαστήμησε φορά, όπως σ’ τα λέω και στα γράφω,
κι ύστερα έφυγε να πάει στης αδερφής της τον τάφο.

Πάει και τη βλέπει το πρωί κάθε μέρα σχεδόν,

γυρνώντας παίρνει εφημερίδα Ιρακινή σε ευρωπαϊκή βερσιόν,
έπειτα κρύβεται ξανά κάτω απ’ τη σκάλα,
και διαβάζει για τα πλάνα της Ε.Ο.Κ τα μεγάλα,
για τις τοξίνες στο γάλα, τον καιρό στο Λονδίνο,
για της ειρήνης τις κουβέντες στο Δουβλίνο,
για ενός πρωθυπουργού το ροζ παρελθόν,
για τον γαλάζιο πρίγκιπα Τσαρλς και της Καμίλας το κραγιόν,
για την πολιτική και τι θα φορεθεί το καλοκαίρι,
συνταγή – γαλλική – “τι να φάει το μεσημέρι”.
Αλλά δε διάβασε γιατί η “Αλεπού της ερήμου”
σκοτώνει πια εν λευκώ με σφραγίδα επισήμου.
Κι ούτε κατάλαβε γιατί κανείς στη γερασμένη Ευρώπη,
δε γράφει λέξη για της αδερφής της τη νιότη.
Όσο κι αν διάβασε, δε βρήκε πουθενά κάτι,
για όσα συμβαίνουν αλήθεια τα πρωινά στη Βαγδάτη.

Η Γκουλσομά έχει αυτιά φτιαγμένα ειδικά

να πιάνει ήχους στον αέρα και εγκαίρως να ξυπνά,
να αποφεύγει δεξόζερβα τις σφαίρες,
για πρωινή γυμναστική όλες τις μέρες.
Είναι πολύ προσεκτική σε κάθε βήμα,
μην πάει για ψώνια και τη βρει στο κεφάλι κάνα βλήμα.
Έχουν γεράσει σε μια νύχτα τα χέρια της,
πάνε δυο χρόνια τώρα που δε βλέπει τον πατέρα της.
Θα ‘θελε να ‘τανε μαζί του στα βουνά κρυμμένη,
κι όχι στη σκάλα με το μπολ του πρωινού να περιμένει.
Θα ‘θελε έστω μια φορά να πάει στην Ευρώπη,
να δει και μόνη της πως ζούνε οι ευγενείς ανθρώποι,
Θα ‘θελε τ’ αύριο να μη μυρίζει ξινισμένο γάλα,
να μη πέφτουνε βόμβες σα της βροχής την ψιχάλα.
 


Μα πιο πολύ, αύριο θέλει της καρδιάς της οι χτύποι
να ’ναι ακόμα εκεί, κι ό,τι άλλο λείπει ας λείπει.



Στίχοι: Sadahzinia
Μουσική: Active Member
Πρώτη εκτέλεση: Sadahzinia
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...