Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Συμφωνία αρ. 1


 Ύστερα είδαμε πως δεν ήτανε πρόσωπα
μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος…
σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι από το βάθος του χρόνου καλούσε βοήθεια.
O ουρανός αμίλητος και σταχτύς
το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές 
και για τους νικημένους.
Eίδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιώτων
την πικρή θέληση να ζήσουν!
Η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλεις – έφυγε η ζωή.
οι φίλοι είχαν χαθεί κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι 
για να μπορείς να τρέφεσαι απ’ το μίσος σου…
…και τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά
απο τους παλιούς λησμονημένους θεούς
 και τις παντοδύναμες παιδικές ευπιστίες…
Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια
 μαραίνονταν το γέλιο των αγέννητων παιδιών…


Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.
Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.
Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απο τη στιγμή
που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων.

 Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι γίνονται οι πιό καλοί επαναστάτες.

Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά,
 σαν ένα νικητή μπροστά στο θάνατο
ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα…
Mεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους οχετούς.
Α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου 
να σε σημαδεύει αλύπητα απ’ το βάθος των περασμένων.
…Θέ μου πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των Xριστουγέννων…

Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.
Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν τό χαμόγελό σου…



Η πλατεία θα μείνει έρημη
σα μια ζωή που όλα τάδωσε,
 κι όταν ζήτησε κι αυτή
λίγη επιείκεια της την αρνήθηκαν.
Χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε 
και δίχως φίλους πιά να μας προδώσουν…

Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε
μια θέση στη ζωή των άλλων. 
Ή ένα θάνατο για τη ζωή των άλλων…


*Απόσπάσματα 
Τάσος Λειβαδίτης

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Θυμάμαι, θυμάσαι;




Σε μια ξένη πόλη ούτε δική μου
ούτε δική σου, εκεί σε πρωτοείδα
Μπορεί και να μ' ήξερες από παλιά
κι απλά με ξαναβρήκες
Κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα
Το θυμάσαι;

την άλλη κιόλας μέρα φτιάξαμε ένα τρένο
κίτρινο κόκκινο μπλε το βάψαμε
και ταξιδεύαμε τη γη...
νύχτες ταξιδεύαμε
στον ουρανό...
αστέρι και σταθμός
Θυμάσαι;

βρήκες το πιο μακρινό αστέρι
κι είπες να το γυαλίσουμε
να του φυτέψουμε μια λεύκα
να μείνουμε για πάντα εκεί
Θυμάσαι;

όταν σου έδινα πορτοκάλι
πήναινε να πει μόνο μαζί σου ταξιδεύω
Με πέντε πορτοκάλια κάναμε πορτοκαλάδα
την πίναμε μισή μισή
Θυμάσαι;

Κι έτρεχα κάθε άνοιξη σ' όλη τη γη
να βρω το πρώτο πρώτο λουλούδι
για σένα βέβαια...
Κατέβαινες στα βάθη του ωκεανού εσύ
και μου 'φερνες ένα κοχύλι
Θυμάσαι;

Άμα στο ζήταγα γινόσουνα ποτάμι λίμνη θάλασσα ωκεανός...
Κι όταν το ζήταγες γινόμουνα κι εγώ
Θυμάσαι;

Μου έστελνες στον ύπνο μου όνειρα
καλοπλυμένα, καλοχτενισμένα
και τα δικά σου όνειρα εγώ τα ετοίμαζα
Θυμάσαι;

θυμάσαι τότε που κατέβηκα στον ύπνο σου μ' ένα τεράστιο ροζ αερόστατο;
Σου χάρισα ένα μύλο
να τον κρατάς γερά
γιατί φοβόσουν τα σκοτάδια
Μου χάρισες έναν ολόιδιο κι εσύ
το θυμάσαι ακόμη;

Μια νύχτα χάθηκες σένα μεγάλο δάσος
Είχες το μύλο δε φοβήθηκες...
κι έτρεξα και σε βρήκα
Μου χάρισες ένα χρυσόψαρο
που μέτραγε ως τα χίλια
κι ένα τζιτζίκι
και μια ζίνα
κι ένα πουκάμισο άσπρο...
το θυμάσαι;

και σου μάθα να ζωγραφίζεις
κάμπους και ποτάμια
Μη πατάς πολύ το μολύβι σου 'λεγα
Μια αγκαλιά ψυχές το τοπίο
κι οι ψυχές δεν έχουν περίγραμμα
Θυμάσαι;

Και μου μάθες να φτιάχνω χάρτινα καράβια
Και χάρτινα κινέζικα πουλιά
Μια μέρα είπαμε καιρός πια να εφεύρουμε την δική μας γραφή
να μην την ξέρει άλλος
Τη ζωγραφίσαμε στο πι και φι
κοντά σ' ένα ποτάμι, πάντα ένα ποτάμι
τη θυμάσαι ακόμη εκείνη τη γραφή;

Κι εφεύραμε ένα σωρό πράγματα από τότε
τη σαντιγύ
τον ήλιο
τις αυπνίες
την παλίρροια
το σκούρο μπλε
τα θυμάσαι όλα; Ότι δεν χώραγε στις λέξεις

το κάναμε μικρές μικρές σημαιούλες πολύχρωμες
Θυμάσαι πως τις ανεμίζαμε;

Το μαγικό δωμάτιο που άλλαζε σχήμα ανάλογα με τη στάση του κορμιού μας
το θυμάσαι;

κι ήταν φορές που γινότανε ολοστρόγγυλο
Θυμάσαι πότε;

Μαζί διαβάζαμε τα πιο ωραία παραμύθια
Κι όταν μας τέλειωσαν
αρχίσαμε να παίζουμε δικά μας παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό ήτανε δυο
Θυμάσαι;

Ήτανε δυο κι ήτανε σαν ένας
ένας και πολλοί μαζί
Χωρίζαμε για λίγο μόνο
γιατί αλλιώς
πως θ' ανταμώναμε ξανά;
Και σου 'γραφα κάθε στιγμή
κάτι τεράστια γράμματα
Μου 'γραφες και συ ακόμη πιο τεράστια
Μια φορά όμως που άργησες
πρόλαβε κι ήρθε ο χειμώνας
που κράτησε όσο πέντε
Κι όταν τέλειωσε
ήρθε πάλι χειμώνας ακόμη πιο βαρύς
Και δεν μπορούσες να γυρίσεις
Έμεινες μακριά
Και μου 'γραψες
Η πιο μεγάλη απόσταση είναι ο χρόνος...
Μπορεί...
όμως...
τα πιο ωραία μας ταξίδια
δεν τα ταξιδέψαμε ακόμη

Σε περιμένω...
ΕΛΑ
    Θα μετρήσω ώς το δέκα...


                                                                                                  Χρήστος Μπουλώτης

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

25η ραψωδία της Οδύσσειας

«Διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,
ἴσχεο, παῦε δὲ νεῖκος ὁμοιί̈ου πολέμοιο,
μή πως τοι Κρονίδης κεχολώσεται εὐρύοπα Ζεύς»
ὣς φάτ᾿ Ἀθηναίη, ὁ δ᾿ ἐπείθετο, χαῖρε δὲ θυμῷ.
ὅρκια δ᾿ αὖ κατόπισθε μετ᾿ ἀμφοτέροισιν ἔθηκεν
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο,
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν.
Ομήρου Οδύσσεια, ω

 Αηδίες—ο χρόνος έγινε για να κυλάει,
οι έρωτες για να τελειώνουν,
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο με το μεγάλο διασκελισμό ενός μαθηματικού υπολογισμού,
μονάχα όποιος τα διψάει όλα
μπορεί να με προφτάσει,

ό,τι ζήσαμε
χάνεται,
γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμμιά φορά,
τις νύχτες,

θλιβερό γερασμένο μηρυκαστικό τ’ αναμασάει η ξεδοντιασμένη μνήμη,
όσα δε ζήσαμε

     αυτά μας ανήκουν

Τάσος Λειβαδίτης


Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Aλλά τα Bράδια

Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ΄ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος…

Αλλά τα βράδια τι όμορφα

που μυρίζει η γη

Βέβαια αγάπησε

τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα

Σκληρός, άκαρδος κόσμος,

που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ΄ το δέντρο που βρέχεται…

Αλλά τα βράδια τι όμορφα

που μυρίζει η γη

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα

για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα

Αλλά καθώς βραδιάζει

ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα

Αλλά τα βράδια τι όμορφα

που μυρίζει η γη

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,

μου `ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες…
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ΄ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο

Αλλά τα βράδια τι όμορφα

που μυρίζει η γη

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη

μ΄ ένα άστρο ή μ΄ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών…

Αλλά τα βράδια τι όμορφα

που μυρίζει η γη!

Δος μου το χέρι σου..

Δος μου το χέρι σου..
    Τάσος Λειβαδίτης

 Mελοποίηση:
                               Βασίλης Παπακωνσταντίνου- Τάσος Λειβαδίτης
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...