Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Tόπος ασύνορος



Η πατρίδα μου, είναι ένας τόπος ασύνορος.
Μια μικρή ωδή στην απεραντοσύνη.
Ο πατέρας μου στους ατάραχους αιώνες, ανήφορος,
κράμα γλυκερό από ευτυχία κι οδύνη.
Η μάνα μου, ρομάντζο στη γεμοφεγγαριά,
με πράσινο στα μάτια σα το νεφρίτη.
Η γιαγιά μου, καρφωμένη με δάκρυα ιτιά,
ρόδινο σύννεφο, μικρό, φιλόξενο σπίτι.
Η γυναίκα μου, σεντούκι αγάπης και χρόνου,
στις φλεγόμενες ώρες μονάκριβο ταίρι.
Τα παιδιά μου, βοτάνια για την θλίψη του μόνου,
ατόφιες ευχές απ’ τα ιδωμένα μέρη.
Οι φίλοι μου, κλεισμένοι σε σφαλιστές ζωές,
νεοπροσήλυτοι σε ξένα νιτερέσα.
Οι εχθροί μου, ξεφωνητά και προστυχιές,
σφηκοφωλιές και χέσε μέσα.
Κλινάρι μου η μουσική κι οι στίχοι μου καλύβι,
με κρατάνε λησμονημένο στους χειμώνες μου.
Στο αρσενάλι μου έχω φρεσκολιωμένο μολύβι,
περιμένω και βυθίζω τις ώρες μου.
Το περιβάλλον μου, μαύρη αφήγηση.
Πάθη μου, η βροχή, η ομίχλη κι η σελήνη.
Με κυνηγάει κουτσαίνοντας η εκδίκηση,
να μου προσφέρει την γλυκιά της δίνη.
Οι γειτόνοι μου, αιχμάλωτοι απ’ την φρίκη,
τα κακοφορμισμένα φροντίζουν λάθη.
Άλλοι, ικετεύουν για μια μονάχα νίκη,
στα χερσοτόπια, όμως, καμιά ανάσταση δε φτάνει.
Των παιδιών η άδεια τσέπη μοσχοβολάει όνειρα,
των γονιών τους, όμως, μούχλα βρωμάει.
Η μιζέρια τους έχει δεμένους ολόγυρα,
μόνιμη σκιά που αγκομαχάει.
Κι όσοι κατάμουτρα το γνώριμο φτύσανε
και δε δειλιάσαν ποτέ στο πιθανό,
δεν θα μάθουν ποτέ ότι νικήσανε
κι ότι για ’κείνους κάποιος από απέναντι άναψε φανό.
Είδες, η πατρίδα μου, τόπος είναι ασύνορος.
Κανένας δεν γνωρίζει που τελειώνει.
Στο τίποτα μπροστά στέκομαι ανήμπορος.
Τι να ‘ναι τότε αυτό που με κυκλώνει;

     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...