Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Χαμογέλα ρε.... Τι σου ζητάνε?



Ποιά ζωή, ρε καρντάσια;
Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία.
  Τουλάχιστον μ'αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναυπάρξουμε ποτέ.
Και μείς τι την κάνουμε, ρε αντί να την ζήσουμε;
Τι την κάνουμε; 
Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονόντας την...
Οργανωμένη κοινωνια, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;
Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη ,σημαίνει γέννα συναισθήματος,
 πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα...
Έτσι, μ'αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, 
 σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος,
 και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;
'Ολο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα,
 να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ'την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών,
σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, 

μέσα στις σπηλιές του είναι μας, 
στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας,
 και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια 
που μας πασάρουν σαν "αξίες", σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό".
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών
 και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα,
 όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, 
να παίξουμε και να χαρουμε με τα παιδιά και τα ζώα,
με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κανουμε έρωτα, 
να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού 
και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, 
να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας...
Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα 'ρθει ποτέ...
Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος 
και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο,
 και μεις οι μαλάκες,
 αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ'τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
Ξέρεις γιατι; 
Γιατι η μέρα μας είναι φορτωμένη ,αντί να είναι μια περιπέτεια,
 μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμμία ελπίδα ανάστασης,
 θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος.  
Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας,
 όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος,
 είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές,
 στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, 
αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, 
όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές απο την ταράτσα για να μην πεθάνει. 
Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια ..."

*Χρόνης Μίσσιος. 

**Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.) Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα “διάλειμμα” ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς… ” (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του “Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;” (Γράμματα, 1988). “Κοσμοκαλόγερος”, σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του,
 ο Χρόνης Μίσσιος ζει σήμερα στο Καπανδρίτι**

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...